κυριακοδρόμιο(ν) — το (Μ κυριακοδρόμιον) εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει ομιλίες ή λόγους επί τών περικοπών τών Ευαγγελίων, τών Πράξεων και τών Επιστολών τών Αποστόλων, που αναγιγνώσκονται κατά τις Κυριακές στις εκκλησίες, αλλ. κυριακό(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < Κυριακή + … Dictionary of Greek
Κυριακοδρόμιο — Θρησκευτικό βιβλίο που περιέχει ερμηνείες, ομιλίες ή λόγους αναφορικά με περικοπές των Ευαγγελίων, των Πράξεων των Αποστόλων και των επιστολών τους, τα οποία διαβάζονται στις κυριακάτικες λειτουργίες στις χριστιανικές εκκλησίες. Τέτοιου είδους Κ … Dictionary of Greek
κυριακός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται… … Dictionary of Greek
Μπαστιάς, Κωστής — (Σύρος 1901 – Αθήνα 1973). Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Άρχισε να δημοσιογραφεί από το 1919 ως συντάκτης της Ακρόπολης και στη συνέχεια συνεργάστηκε με τις εφημερίδες Δημοκρατία, Εσπέρα, Ελεύθερος… … Dictionary of Greek
Σωφρόνιος, Στόικο — Βούλγαρος κληρικός και πατριώτης (1739 1815). Σε μικρή ηλικία έμαθε τα ελληνικά. Χειροτονήθηκε ιερέας το 1762. Ως ιερέας κήρυττε στη δημοτική βουλγαρική και δίδασκε και σε σχολείο. Οι Τούρκοι τον καταδιώξανε για τα πατριωτικά του αισθήματα και… … Dictionary of Greek